μικρότης

μικρότης
μικρότης or [pref] σμικρ- (v. μικρός), ητος, ,
A smallness. first in Anaxag.1, cf. Arist.Metaph.1056b29;

διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.Ti.43a

, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.de An.422b30;

ἀνέμων Thphr.Vent.1

: pl.,

μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e

.
2 meanness, pettiness, of rank, Isoc.4.93, Arist.Pol.1302b4; of matters, Id.Rh.1393a9; of language, triviality, Longin.43.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικρότης — μῑκρότης , μικρότης smallness. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα …   Dictionary of Greek

  • ԾԿԻԿ — ( ) NBH 1 1019 Chronological Sequence: Early classical, 17c գ. ԾԿԻԿ ՄԱՏՆ, ԾԿՈՅԹ. որ եւ ՃԿՈՅԹ. ռմկ. ճկութ, ծկութ. յն. μικρότης (փոքրկութիւն.) digitus minimus. իտ. mignolo. Փոքրիկն ʼի մատունս. փոքր մատն. ... *Աջոյ ձեռաց ծկիկ մատն. Առաքել պտմ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԾԿՈՅԹ — (ութի, կամ թոյ.) NBH 1 1019 Chronological Sequence: Early classical, 17c գ. ԾԿԻԿ ՄԱՏՆ, ԾԿՈՅԹ. որ եւ ՃԿՈՅԹ. ռմկ. ճկութ, ծկութ. յն. μικρότης (փոքրկութիւն.) digitus minimus. իտ. mignolo. Փոքրիկն ʼի մատունս. փոքր մատն. ... *Աջոյ ձեռաց ծկիկ մատն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԱՆՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0208 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. σμικρότης exiguitas μικρότης parvitas λεπτότης tenuitas, subtilitas. Մանր գոլն. մանրկութիւն. փոքրկութիւն. ... *Լինի անհատ. մին ըստ կարծրութեան, որպէս ադամանդ, եւ միւսն ըստ մանրութեան,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈՔՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0962 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 12c գ. μικρότης parvitas, exiguitas, pusillitas. Փոքրիկն գոլ, նուազութիւն. նուաստութիւն. պզտկութիւն. ... *Շռինգգ մեծ եւ յոյժ դարձցի ʼի փոքրկութի ʼի մէջ ազգաց. Բար. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μικρότησι — μῑκρότησι , μικρότης smallness. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρότητα — μῑκρότητα , μικρότης smallness. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρότητας — μῑκρότητας , μικρότης smallness. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρότητες — μῑκρότητες , μικρότης smallness. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρότητι — μῑκρότητι , μικρότης smallness. fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”